παράμερος — η, ο αυτός που βρίσκεται παράμερα, απομονωμένος, απόκεντρος: Το σπίτι μας βρίσκεται σε παράμερο και ήσυχο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράμερον — παράμερος masc/fem acc sg παράμερος neut nom/voc/acc sg παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day masc/fem acc sg (doric) παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμερα — παράμερος neut nom/voc/acc pl παρά̱μερα , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] … Dictionary of Greek
απόδρομος — ο (Α ἀπόδρομος) 1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα 2. παράμερος δρόμος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου … Dictionary of Greek
εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… … Dictionary of Greek
παρήμερος — η, ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, ον, ΝΑ αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα αρχ. αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος] … Dictionary of Greek
απόμερος — η, ο επίρρ. α παράμερος, απόκεντρος, μακρινός: Τον πήρε απόμερα και του είπε τι είχε γίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)