παράμερος

παράμερος
(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
————————
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράμερος — η, ο αυτός που βρίσκεται παράμερα, απομονωμένος, απόκεντρος: Το σπίτι μας βρίσκεται σε παράμερο και ήσυχο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράμερον — παράμερος masc/fem acc sg παράμερος neut nom/voc/acc sg παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day masc/fem acc sg (doric) παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράμερα — παράμερος neut nom/voc/acc pl παρά̱μερα , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] …   Dictionary of Greek

  • απόδρομος — ο (Α ἀπόδρομος) 1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα 2. παράμερος δρόμος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου …   Dictionary of Greek

  • εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …   Dictionary of Greek

  • παρήμερος — η, ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, ον, ΝΑ αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα αρχ. αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • απόμερος — η, ο επίρρ. α παράμερος, απόκεντρος, μακρινός: Τον πήρε απόμερα και του είπε τι είχε γίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”